- κρίκωσις
- κρίκωσιςinfibulationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρίκωσις — κρίκωσις, ἡ (Μ) [κρικούμαι] 1. το να κάνει κανείς κάτι στρογγυλό, σαν κρίκο, στρογγύλωμα, στρογγύλωση 2. ασφάλιση με κρίκο … Dictionary of Greek
κρίκωσιν — κρίκωσις infibulation fem acc sg κρίζω creak aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικώσεως — κρικώσεω̆ς , κρίκωσις infibulation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)